ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ΄ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ
ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ΄ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΜΑΪOY 2015 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5)
ΚΕΙΜΕΝΟ
Διονύσιος Σολωμός
Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ
3 [20.]
Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή.....................................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε 1
σάν τό χοχλό2
πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα, 3
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ’ ἄστρα·
5 Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση4
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν’ ἀφήσει.
Δέν εἶν’ πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ’ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
10 Ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό5 φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.
4 [21.]
Ἐκοίταξε τ’ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει, 6
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ’ ἀνάστημα σηκώνει,
________________
1
σκίρτησε: αόριστος σε θέση παρατατικού («σκιρτούσε»: αναταρασσόταν).
2
χοχλό: κοχλασμό, βράσιμο.
3πάστρα: καθαρότητα, διαύγεια.
4
εστένεψε τη φύση: επιβλήθηκε (στην πλάση), την ανάγκασε…
5
λαγαρό: διαυγές, καθαρό, φωτεινό.
6
χωρίς να το σουφρώνει: χωρίς καν να ρυτιδώνει, χωρίς και κατά το ελάχιστο να υποχωρεί η επιφάνεια του νερού στο βήμα της, χωρίς
να βυθίζεται.
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ΄ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ
ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ
5 Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ’ ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα7
,
10 Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα8
,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ’ ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ’ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα9
πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν10 σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
15 Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
Κάν τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ’ ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν’ αναβρύζει
20 Ξάφνου ὀχ11
τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε τό μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα12
τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ’ ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·
25 Ὅμως αὐτοί13
εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ’ ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ’ ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιού μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι
………………………………………………………………………………………………….
………………………………………………………………………………………………….
30 Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ’ ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.
35 Στήν Κρήτη……………………………………………………………………………
Μακριά 'πό κεῖθ’ ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά 'χω·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».
________________
7
ρείθρα: (με την αρχαία σημασία, ῥέεθρα) υδάτινα ρεύματα (σημερ. σημασία: χαντάκια, αυλάκια στο πλάι των δρόμων, κοίτες
ποταμών).
8πετροκαλαμίθρα: (αντιδάνειο: καλαμίτις < βενετ. pietra calamita)· είδος πρωτόγονης (επιπλέουσας σε δοχείο με νερό) μαγνητικής
βελόνας από καλάμι, δείκτης πυξίδας· αλεξικέραυνο.
9Έλεγα: συλλογιζόμουν, είχα την εντύπωση.
10Κάν-Κάνε: λες και, είτε-είτε.
11οχ: (ιδιωμ. < ἐκ)· από. Πολύ συνηθισμένο στον Σολωμό.
12άκουγα: ένιωθα.
13αυτοί – αντί αυτά (δηλ. τα μάτια): έλξη του γένους από το θεοί.
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ΄ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ
ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ
5 [22.]
Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου .
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα14
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —
5 Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π’ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν 15
,
10 Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ’ ἄγριο πέλαγο τ’ ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα να καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης,
16
κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
15 Τά κύματα ἔσχιζα μ’ αὐτό, 17
τ’ ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, 18
πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα
20 Σύρριζα στή Λαβύρινθο π’ ἀλαίμαργα19 πατοῦσα20
.
Στό πλέξιμο21 τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό μοῦ τ’ αὔξαιν’) ἔκρουζε 22
στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
________________
14
ραντίδα: ρανίδα (< ραίνω), σταγόνα, σταλαγματιά.
15
ζαλεύουν (< κοιν. ζαλώνω· φορτώνω, επιβαρύνω· ή κρητ. ζάλο· βήμα, βηματισμός): ζαλίζονται, αναστρέφονται (;) / βαραίνουν από
κούραση.
16
φρενίτης: (< φρένα): φρενιασμένος, έξω φρενών, μανιακός, ταραγμένος· ο νους μου κινδυνεύει: πάω να χάσω το μυαλό μου,
διακινδυνεύεται η πνευματική μου ισορροπία.
17
μ’ αυτό, αντί μ’ αυτή (την παλάμη): λες και, είτε-είτε.
18
εκροτούσαμε: συγκροτούσαμε, συνάπταμε.
19αλαίμαργα: το επίρρημα μεταφορικό, προς δήλωση του πολεμικού μένους.
20πατούσα: (εδώ ιδίως) κυρίευα, κρατούσα κυριαρχικά
21πλέξιμο: η πλεύση, το κολύμπημα.
22
έκρουζε: χτυπούσε, έκρουε· πλεύρα: το πλευρό, το πλάι.
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ΄ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ
ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Το έργο του Δ. Σολωμού έχει δεχτεί επιρροές και από το δημοτικό
τραγούδι. Να αναφέρετε τρία διαφορετικά χαρακτηριστικά του δημοτικού
τραγουδιού που εντοπίζετε στα αποσπάσματα του ποιήματος «Ο Κρητικός»
και για καθένα από αυτά να γράψετε ένα παράδειγμα.
Μονάδες 15
Β1. Σύμφωνα με τον Β. Αθανασόπουλο: «[…] Το φως μπορεί μες στο ποιητικό
τοπίο του Σολωμού να μεταμορφώνει τα πράγματα και να μετουσιώνει τα
σώματα που φωτίζει. Το φως είναι η ενέργεια του Θεού, είνα ι η όραση του
Θεού.[…]». Στο κείμενο που σας δίνεται, να εντοπίσετε τέσσερα στοιχεία
που υποστηρίζουν την παραπάνω άποψη (μονάδες 8) και να τα σχολιάσετε
(μονάδες 12).
Μονάδες 20
Β2. Να βρείτε και να σχολιάσετε :
α) τα τρία χρονικά επίπεδα στο απόσπασμα 5 [22.] (μονάδες 12) και
β) το περιεχόμενο και τον λειτουργικό ρόλο της παρομοίωσης στους
στίχους 9-11 του αποσπάσματος 4 [21.] (μον. 8):
«Τέλος σ’ ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,
καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ’ ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει».
Μονάδες 20
Γ1. α) Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των παρακάτω στίχων του
αποσπάσματος 4 [21.] σε ένα κείμενο 100-120 λέξεων:
«Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
Κάν τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεψε τό γάλα τῆς μητρός μου ·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη» (15 μονάδες)
β) Να σχολιάσετε τις αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή και στο ήθος του
Κρητικού στους παρακάτω στίχους του αποσπάσματος 5 [22.] σε ένα
κείμενο 80-100 λέξεων:
«[…] ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —
Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π’ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·» (10 μονάδες)
Μονάδες 25
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ΄ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ
ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ
Δ1. Στα κείμενα του Δ. Σολωμού και του Κ. Καρυωτάκη που σας δίνονται, να
εντοπίσετε (μονάδες 5) και να σχολιάσετε (μονάδες 15) δύο ομοιότητες και
τρεις διαφορές ως προς το περιεχόμενο.
Μονάδες 20
Κ. Γ. Καρυωτάκης
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΝΕΡΑΪΔΑ
Ἀπό τά βράχι’ ἀνάμεσα πετιέται 'να κεφάλι
καί βλέμματα ὁλόγυρα σκορπάει φοβισμένα.
Ἐγώ, κρυμμένος κάπου κεῖ στό ἔρημ’ ἀκρογιάλι,
τό βλέπω –σάν σέ ὄνειρο– μέ μάτια λιγωμένα.
Ἕνα κορμί παρθενικό, γυμνό ἀργοπροβάλλει
κι ἁπλώνεται ἡδονικά σε κύματ’ ἀφρισμένα·
ὁ ἥλιος ἐσκυθρώπασε μπροστά στά τόσα κάλλη,
τά κάλλη τ’ ἀπολλώνεια καί τά φωτολουσμένα.
Ἀνατριχιάζ’ ἡ θάλασσα στό θεῖο ἄγγισμά τους,
τά κυματάκια ἁπαλά μέ χάρη τ’ ἀγκαλιάζουν
κι ἀχτίδες τά χαϊδεύουνε χρυσές στό πέρασμά τους.
Θεότρελος, ὁ δύστυχος, βουτιέμαι μές στό κύμα,
τά μάτια της τά θεϊκά μέ φόβο μέ κοιτάζουν
καί χάνεται στή θάλασσα… Ἦταν νεράιδα… Κρίμα!
Κ. Γ. Καρυωτάκη, Άπαντα τα Ευρισκόμενα, Εκδ. Ερμής 2006, σ.161
ΟΔΗΓΙΕΣ (για τους εξεταζομένους)
1. Στο εξώφυλλο να γράψετε το εξεταζόμενο μάθημα. Στο εσώφυλλο πάνω-
πάνω να συμπληρώσετε τα ατομικά στοιχεία μαθητή. Στην αρχή των
απαντήσεών σας να γράψετε πάνω-πάνω την ημερομηνία και το
εξεταζόμενο μάθημα. Να μην αντιγράψετε τα θέματα στο τετράδιο και να
μη γράψετε πουθενά στις απαντήσεις σας το όνομά σας.
2. Να γράψετε το ονοματεπώνυμό σας στο πάνω μέρος των φωτοαντιγράφων
αμέσως μόλις σας παραδοθούν. Τυχόν σημειώσεις σας πάνω στα θέματα
δεν θα βαθμολογηθούν σε καμία περίπτωση. Κατά την αποχώρησή σας να
παραδώσετε μαζί με το τετράδιο και τα φωτοαντίγραφα.
3. Να απαντήσετε στο τετράδιό σας σε όλα τα θέματα μόνο με μπλε ή μόνο
με μαύρο στυλό με μελάνι που δεν σβήνει.
4. Κάθε απάντηση τεκμηριωμένη είναι αποδεκτή.
5. Διάρκεια εξέτασης: τρεις (3) ώρες μετά τη διανομή των φωτοαντιγράφων.
6. Ώρα δυνατής αποχώρησης: 10.30 π.μ.
ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ KΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
ΤΕΛΟΣ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ
Φιλολογικό Φροντιστήριο
Πανελλαδικές 2015
Νεοελληνική Λογοτεχνία
Ενδεικτικές απαντήσεις
Α1. Επιδράσεις της δημοτικής ποίησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν:
- Η χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου.
- Το σχήμα του «αδιανοήτου καθ’ υπερβολή» (Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει).
- Η προσωποποίηση των φυσικών στοιχείων (ο λεγόμενος παμψυχισμός): Είναι χαρακτηριστική η προσωποποίηση των αστεριών, που τα καθιστά φορείς ανθρώπινων συναισθημάτων (νιώθουν χαρά, αγαλλίαση), τονίζοντας τη θερμή επικοινωνία φύσης και Φεγγαροντυμένης. Προσωποποιείται επίσης η φύση (στολίζεται με ομορφιά και αφήνει το θυμό)
- Το σχήμα των τριών: τρεις αρχετυπικές εικόνες ανακαλεί στη μνήμη του ο Κρητικός για να περιγράψει τη Φεγγαροντυμένη, τρεις περιπτώσεις πολεμικού μένους ανακαλεί από το παρελθόν για να περιγράψει τη ανανεωμένη σωματική του δύναμη μετά την εξαφάνιση της Φεγγαροντυμένης ….
- Η δυϊστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτελείται από ύλη και πνεύμα εντοπίζεται σε λαϊκές δοξασίες. Η πνευματική φύση του Κρητικού επιτρέπει την επικοινωνία με την Φεγγαροντυμένη.
Β1.
Το φως στην ποίηση του Σολωμού εκπορεύεται από δύο πηγές: από τα φυσικά στοιχεία (ήλιος, φεγγάρι, αστέρια) ή από υπερφυσικά στοιχεία (Θεός, αιθέρια πλάσματα). Η φύση του φωτός, δηλαδή, στο Σολωμό μπορεί να είναι και θεϊκή «το φως στο ποιητικό τοπίο του Σολωμού είναι το θείο φως» (Β. Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 213) ή αλλιώς το φως μπορεί να είναι φορέας του Θείου, «η ενέργεια του Θεού, η όραση του Θεού». Το θεϊκό φως μας αποκαλύπτει ένα τοπίο που αποκλίνει από το συνηθισμένο, ένα τοπίο στο οποίο καταργούνται οι φυσικοί νόμοι. Μ’ άλλα λόγια μεταμορφώνει το τοπίο, το κάνει μεταφυσικό.
α) Η θεϊκή φύση του φωτός επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Φεγγαροντυμένης, η οποία είναι μια θεϊκή οντότητα που ακτινοβολεί, εκπέμπει «δροσάτο φως». Το ίδιο το όνομά της φανερώνει την ιδιαίτερη σχέση της με το φως (ντυμένη με το φως του φεγγαριού), το οποίο πιθανότατα τη σκέπαζε σαν φωτεινός μανδύας. Μια ιταλική σημείωση, ωστόσο, του Σολωμού μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το φως αποτελεί την ουσία της Φεγγαροντυμένης και όχι απλά το φωτεινό της μανδύα: «Ξαφνικά η νυχτερινή εικόνα του φεγγαριού… και ακίνητη πολύ κοντά στην κορασιά, δίχως καμιά πνοή ανέμου, έτρεμε, απλώθηκε, έκαμε διπλή τη λάμψη της και πήρε μια ορισμένη μορφή (στοχάσου)» (Λ. Πολίτης, «Η δομή του ‘Κρητικού’»…, σ. 407). Η Φεγγαροντυμένη, δηλαδή, μορφοποιείται από το φωτεινό είδωλο του φεγγαριού πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας «δηλαδή από ένα στοιχείο της φύσης, το κατεξοχήν πρόσφορο (άυλο, υποβλητικό φως της σελήνης) (Ε. Γ. Καψωμένος, ό.π., σ. 248). Ανάλογη είναι και η άποψη του Β. Αθανασόπουλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι έχουμε «υλοποίηση του φωτός, σωμάτωσή του μέσα από την Φεγγαροντυμένη (Β. Αθανασόπουλος, «Φως – Σώμα…», σ. 203-204).
β) Το Θείο φως που εκπέμπει η Φεγγαροντυμένη κορυφώνεται, όταν υψώνει επιβλητικό το ανάστημά της και ανοίγει ερωτικά την αγκαλιά της κάνοντας τη νύχτα μέρα (Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει). Υπό την επίδραση αυτού του υπερφυσικού φωτός η φύση αποκαλύπτει τη θεϊκή της ουσία και μεταμορφώνεται σε ναό, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας και θρησκευτικής κατάνυξης (Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.). Το φως το «μεσημερνό» που κατακλύζει την πλάση αποκαλύπτει την αθέατη πλευρά του κόσμου, αυτή που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, και καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό του θεϊκού, του Απόλυτου.
γ) Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μάτια της Φεγγαροντυμένης (πηγές θείου φωτός) ρίχνουν φως και αποκαλύπτουν τον αθέατο ψυχικό κόσμο του Κρητικού, υποβάλλοντάς τον σε μια διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης, γίνονται δηλαδή μέσο ενόρασης (θέασης του αθέατου εσωτερικού κόσμου). Αποδίδονται άλλωστε στα μάτια ιδιότητες θεϊκές: τρέμουν μέσα στα σωθικά του Κρητικού, δεν αφήνουν τη μιλιά του να βγει, βλέπουν μέσα στην καρδιά του και διαβάζουν το νου του, αποκαλύπτοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά του καλύτερα κι απ’ τον ίδιο:
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
Που έτρεμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου,
Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου
δ) Η θεϊκή της ματιά (φορέας θεϊκού φωτός) επιδρά καταλυτικά και στα αστέρια, που αναγαλλιάζουν και ενισχύουν τη λάμψη τους (Εκοίταξε τ΄ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν, /και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν).
Β.2. α)
Ο κεντρικός αφηγηματικός κορμός της ποιητικής σύνθεσης είναι η διπλή υπερβατική εμπειρία που βιώνει ο Κρητικός το βράδυ του ναυαγίου (χρόνος του κεντρικού επεισοδίου). Πρόκειται για μια αναδρομική αφήγηση, που ξεκινά ενώ η θαλασσοταραχή ακόμα μαίνεται και ο Κρητικός προσπαθεί να διακρίνει το ακρογιάλι και τελειώνει με την άφιξή του σ’ αυτό. Κατά τη διάρκεια του κεντρικού επεισοδίου ο Κρητικός βιώνει τη διπλή υπερβατική εμπειρία (Φεγγαροντυμένη – Ήχος) που άλλαξε καθοριστικά τη ζωή του (Στίχοι: 22. 1-4, 22. 15, 22. 21-22).
Η αφήγηση του κεντρικού επεισοδίου ωστόσο διακόπτεται συνεχώς από αναδρομές στο παρελθόν (την εποχή που ζούσε στην Κρήτη) (αναλήψεις) και προβολές στο παρόν της ποιητικής πράξης (προλήψεις), οι οποίες μας μεταφέρουν έξω από το χρόνο του κεντρικού επεισοδίου. Αυτές οι χρονικές μετατοπίσεις («παλίνδρομες μνήμες» και «πρόδρομες μνήμες» αντίστοιχα, όπως τις χαρακτηρίζει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης), διακόπτοντας την ευθύγραμμη διαδοχή των γεγονότων, συνθέτουν όλο το φάσμα της ζωής του Κρητικού, δίνοντας μια πλήρη βιογραφία.
«παλίνδρομες μνήμες»
22.5-6
|
Συνοπτική έκφραση των αγώνων του Κρητικού με τους Αγαρηνούς
|
22.16-20
|
Συγκεκριμένο επεισόδιο της αγωνιστικής νιότης του: μάχη στη Λαβύρινθο της Κρήτης με τον Μπομπο-Ισούφ.
|
Πρόδρομες μνήμες
22.7-14
|
Αυτοπροσωπογραφία του Κρητικού στο παρόν: με τα απομεινάρια της πολεμικής του δόξας, τον τρόμο και την ερημιά που του κληροδότησαν ο θάνατος της κόρης και το πικρό ναυάγιο, ο ήρωας τρέφει τους νυκτερινούς εφιάλτες του. Μόνη παρηγοριά και γαλήνη, η ποιητική δωρεά που του άφησαν, καταμεσής του έσχατου κινδύνου, το όραμα της Φεγγαροντυμένης και ο διάχυτος μουσικός ήχος.
|
β) Όταν το βλέμμα της Φεγγαροντυμένης προσηλώνεται στον Κρητικό, το φυσικό τοπίο υποχωρεί. Φαίνεται πως μεταξύ τους ασκείται αμοιβαία έλξη, η οποία παρομοιάζεται με την ισχυρή ελκτική δύναμη που ενεργεί ανάμεσα στο Βορρά και στη μαγνητική βελόνα (πετροκαλαμήθρα). Φαίνεται πως ο Σολωμός αξιοποιεί μεταφορικά το φαινόμενο του μαγνητισμού, για να αποδώσει την έλξη μεταξύ ψυχών, πνευμάτων, σωμάτων (κοσμικός έρωτας). Μια υστερότερη παραλλαγή μάλιστα αναφέρει: «Εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμίθρα», γεγονός που δείχνει ότι ενδεχομένως η Φεγγαροντυμένη έλκει τον Κρητικό όπως ο μαγνήτης το σίδερο (αλλά και το αντίστροφο). Η πανίσχυρη αυτή έλξη ενισχύει την άποψη ότι η Φεγγαροντυμένη θα μπορούσε να είναι η αρραβωνιαστικιά του Κρητικού.
Με την παρομοίωση τονίζεται η διονυσιακή διάθεση που προκαλεί στον Κρητικό αυτό το μεταφυσικό βίωμα. Η θεϊκή μορφή τον μαγνητίζει και τον μεταφέρει σε μια κατάσταση έκστασης, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως αντίμαχη δύναμη, ως παραπλανητικός περισπασμός στην προσπάθειά του να εκπληρώσει το ηθικό του χρέος. Παράλληλα, ενισχύεται ο λυρικός χαρακτήρας του κειμένου και προκαλείται αισθητική συγκίνηση στον αναγνώστη.
Γ1. α) Η Φεγγαροντυμένη φαίνεται οικεία στον Κρητικό, ο οποίος ανακαλεί συνειρμικά τρεις αρχετυπικές εικόνες, που απηχούν πλατωνικές αντιλήψεις για την αναγνώριση στα πράγματα του κόσμου τούτου ιδεών (προτύπων) που η ψυχή είχε αντικρίσει σ΄ ένα προσωματικό στάδιο. Πρόκειται για την εικαστική αναπαράσταση κάποιας αγίας (πιθανότατα της Παναγίας), το ερωτικό ίνδαλμα της εφηβείας του, την αγαπημένη γυναικεία μορφή των βρεφικών του ονείρων (προφανώς τη μητέρα του). Κοινό στοιχείο και στις τρεις μορφές είναι ότι ανάγονται στη σφαίρα του ιδανικού και γεννούν συναισθήματα κατάνυξης, λατρείας και αγαλλίασης. Πρόκειται για ένα αίσθημα διονυσιακό, που οι σκληρές δοκιμασίες απώθησαν στο βάθος της συνείδησης, απ’ όπου το ανασύρει τώρα ορμητικά η Φεγγαροντυμένη, προκαλώντας του έντονη συγκίνηση:
Λέξεις 110
Γ1β) Το κατάλοιπο δάκρυ της στην παλάμη του Κρητικού ευνοεί μια καινούρια συνειρμική απόδραση τώρα έξω και μπρος από τον επεισοδιακό χρόνο. Το χέρι του Κρητικού παρουσιάζεται να χάνει όχι μόνο την πολεμική αλλά και τη βιοποριστική αγωνιστικότητά του και μετατρέπεται σε χέρι ζητιάνου. Οι ιδιότητες που αποκτά το χέρι του ήρωα παραπέμπουν συνεκδοχικά σε αλλαγή του δικού του ήθους και επανιεράρχηση των αξιών του, η οποία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Ο Κρητικός, μετά από την υπερβατική εμπειρία που βίωσε, χάνει κάθε ίχνος επιθετικότητας και πολεμοχαρούς διάθεσης και αναζητά την πλήρωση μέσα στην αγάπη των συνανθρώπων του και όχι στον εξοντωτικό ανταγωνισμό που καθόριζε ως τότε τη στάση του.
Λέξεις 109
Δ1.
Ομοιότητες
Και στα δύο ποιήματα μια γυναικεία θεϊκή οντότητα εμφανίζεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια ενός άντρα, ο οποίος μαγεύεται, επέρχεται σε κατάσταση έκστασης και νιώθει γι΄ αυτήν έλξη. Στο ποίημα του Καρυωτάκη η οντότητα αυτή είναι μια νεράιδα, που πετιέται ανάμεσα απ΄ τα βράχια. Ο άντρας μόλις την αντικρίζει, μαγεύεται και αισθάνεται σαν να ονειρεύεται (το βλέπω –σαν σε όνειρο- με μάτια λιγωμένα). Στον «Κρητικό», η θεϊκή οπτασία είναι μια «Φεγγαροντυμένη». Ασκεί ακαταμάχητη έλξη στον ήρωα (κατάπως στέκει στο βοριά η πετροκαλαμίθρα) και τον κάνει να χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας (δεν βλέπει, δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, χάνεται μέσα στις μνήμες που ανακαλεί).
Η θεϊκή οντότητα χαρακτηρίζεται από υπέρτατο αισθητικό και ηθικό κάλλος. Στο ποίημα του Καρυωτάκη η νεράιδα έχει «κορμί παρθενικό», «απολλώνεια κάλλη», «τόσα κάλλη» που κάνει τον ήλιο να σκυθρωπιάζει. Στον «Κρητικό» η Φεγγαροντυμένη είναι ερωτική, αισθησιακή και διαθέτει τόσο αισθητικό όσο και ηθικό κάλλος στον υπέρτατο βαθμό (κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη).
Βρίσκεται σε θερμή επικοινωνία με τα φυσικά στοιχεία. Η νεράιδα κάνει τη θάλασσα να ανατριχιάσει στο άγγιγμά της, τα κυματάκια απαλά αγκαλιάζουν το κορμί της και οι αχτίδες του ήλιου το χαϊδεύουν. Η Φεγγαροντυμένη στον «Κρητικό» κάνει τα αστέρια να αναγαλλιάσουν στο κοίταγμά της και να ενισχύσουν τη λάμψη τους.
Διαφορές
Η νεράιδα είναι φοβισμένη και εξαφανίζεται μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του άνδρα (τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν /και χάνεται στη θάλασσα…). Αντίθετα, η Φεγγαροντυμένη αναπτύσσει μια θερμή επικοινωνία με τον Κρητικό. Εμφανίζεται μπροστά του μέσα στη θάλασσα, τον μαγνητίζει με τη ματιά της και κυριεύει την ύπαρξή του, διαβάζοντας την άβυσσο της ψυχής του (Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου /που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου / όμως αυτοί είναι θεοί και κατοικούν απ΄όπου / βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τ΄ ανθρώπου…). Πριν χαθεί του αφήνει το δάκρυ της πάνω στην ανοιχτή του παλάμη.
Η νεράιδα εμφανίζεται από τα βράχια και πέφτει να κολυμπήσει στη θάλασσα, ενώ αντίθετα η Φεγγαροντυμένη αναδύεται από το φωτεινό είδωλο του Φεγγαριού, περπατά πάνω στη θάλασσα.
Η εμφάνιση της νεράιδας γίνεται μέρα με το φως του ήλιου, ενώ της Φεγγαροντυμένης νύχτα, στο φως του φεγγαριού.
Επιμέλεια απαντήσεων
Μάνθου Άρτεμις